Συρακουσίου

Συρακουσίου
Συρᾱκουσίου , Συρακούσιος
a Syracusan
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κύμη — I Ονομασία τριών αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Εύβοιας, στην περιοχή της σημερινής Καρυστίας. Άκμασε κατά την αρχαϊκή περίοδο, αλλά έχασε την αυτονομία της μετά την ήττα της στον πόλεμο με τους Χαλκιδείς. Υπήρξε, κατά την επικρατέστερη εκδοχή,… …   Dictionary of Greek

  • Λυσίας — I (Αθήνα 458; – 380; π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Ήταν γιος ενός πλούσιου Συρακούσιου, του Κεφάλου, ο οποίος ζούσε ως μέτοικος στην Αθήνα. Εξαιτίας των δημοκρατικών φρονημάτων του, αντιμετώπισε τις διώξεις των Τριάκοντα Τυράννων: η περιουσία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”